- χοριοειδές
- χοριοειδήςlike the afterbirthmasc/fem voc sgχοριοειδήςlike the afterbirthneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χοριοειδής — ές, ΝΜΑ 1. ο όμοιος με το χόριο 2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας τού οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῡ ὀφθαλμοῡ» ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο τού οφθαλμού και… … Dictionary of Greek
μυελεγκέφαλος — ο ανατ. το οπίσθιο τμήμα τού εμβρυϊκού ρομβεγκεφαλικού κυστιδίου, από το έδαφος και τα πλάγια τοιχώματα τού οποίου παράγεται κυρίως ο προμήκης μυελός, ενώ από το ραχιαίο τμήμα του παράγονται τα χοριοειδή ιστία και το χοριοειδές πλέγμα τής 4ης… … Dictionary of Greek
πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να … Dictionary of Greek
Ηρόφιλος — (3ος αι. π.Χ.). Επιφανής εκπρόσωπος της αλεξανδρινής ιατρικής. Ήταν μαθητής, κατά την παράδοση, του Πραξαγόρα του Κώου. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας. Ήταν o μεγαλύτερος γιατρός της ελληνικής αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό,… … Dictionary of Greek